κατούρημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατούρημα < μεσαιωνική ελληνική κατούρημα(ν) < κατουρώ + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατούρημα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατουρώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατούρημα
|