κατρακύλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατρακύλα οι κατρακύλες
      γενική της κατρακύλας
    αιτιατική την κατρακύλα τις κατρακύλες
     κλητική κατρακύλα κατρακύλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατρακύλα < κατρακυλώ + < (ελληνιστική κοινή) κατακυλίω < κατά + κυλίω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατρακύλα θηλυκό

  1. το να πέφτει κάποιος κυλώντας απότομα από ένα υψηλότερο επίπεδο σ' ένα χαμηλότερο
  2. (μεταφορικά) πτώση ή μείωση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]