κατραμόκωλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατραμόκωλος < κατραμόκολος < κατράμι + -κολος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατραμόκωλος αρσενικό (παρετυμολογημένη γραφή του κατραμόκολος)
- (ναυτικός όρος) ο ναύτης της κουβέρτας
- Κοράλλι ὁ κατραμόκωλος βαστάει νὰ σὲ φιλέψει. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατραμόκωλος
|