κατραπακιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

(λαϊκότροπο)
κατραπακιάζω (el)
βλ. ραπίζω

  1. κοπανώ δυνατά στο κεφάλι
  2. διαλύω ψυχικά, πολιτισμικά κτλ.