κατρουλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουτρούλης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατρουλής οι κατρουλήδες
      γενική του κατρουλή των κατρουλήδων
    αιτιατική τον κατρουλή τους κατρουλήδες
     κλητική κατρουλή κατρουλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατρουλής < κατουρλής με αντιμετάθεση του [ɾ][1] < μεσαιωνική ελληνική *κατουρλής[2] < αρχαία ελληνική κατουρέω / κατουρῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.tɾuˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τρου‐λής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατρουλής αρσενικό (θηλυκό κατρουλού)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κατουρλής, κατρουλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κατρουλήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)