κατσίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσίκα | οι | κατσίκες |
γενική | της | κατσίκας | των | κατσικών |
αιτιατική | την | κατσίκα | τις | κατσίκες |
κλητική | κατσίκα | κατσίκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσίκα < → δείτε τη λέξη κατσίκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατσίκα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μηρυκαστικό θηλαστικό του γένους Capra, συγγενές με το πρόβατο· το εξημερωμένο είδος Capra aegagrus hircus εκτρέφεται για το μαλλί του, το δέρμα του, το γάλα του και το κρέας του
- κακότροπη γυναίκα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Συνήθως η λέξη αναφέρεται στο θηλυκό ζώο. Για το αρσενικό χρησιμοποιείται η λέξη τράγος, ενώ το ουδέτερο κατσίκι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα μικρά ή χωρίς διάκριση βιολογικού φύλου
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- δείτε τη λέξη κατσίκι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κατσίκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατσίκα