κατσίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατσίν < κατίν. Δείτε κάτα και το λατινικό cattus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατσίν ουδέτερο (πληθυντικός: τα κατσία)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Με διαφορετικές καταλήξεις:

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη κάτα