Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατσαβίδι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαβίδι τα κατσαβίδια
      γενική του κατσαβιδιού των κατσαβιδιών
    αιτιατική το κατσαβίδι τα κατσαβίδια
     κλητική κατσαβίδι κατσαβίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συλλογή από κατσαβίδια

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατσαβίδι < (άμεσο δάνειο) βενετική cazzavide [1] (ιταλική cacciavite)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.t͡saˈvi.ði/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατσαβίδι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]