κατσαβιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατσαβιδώνω < κατσαβίδ(ι) + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.t͡sa.viˈðo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τσα‐βι‐δώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

κατσαβιδώνω

  1. (νεολογισμός, προφορικό) ανοίγω συσκευή ή μηχάνημα για έλεγχο, επισκευή, προσθήκη εξαρτήματος κ.λπ.
    ※  Πολυτάλαντος και αποτελεσματικός με ό,τι καταπιάνεται, όντας ιδιαίτερα σοβαρός και προσεκτικός, είτε βίδωνε, είτε οδηγούσε, είτε συνοδηγούσε […], είτε αργότερα τα τελευταία χρόνια πιλοτάριζε για τις Μακεδονικές, την ΟΑ, την Aegean, και όχι μόνο. Τρέλα του ως νέου τεχνικού να κατσαβιδώνει Autobianchi και Renault
    «Προσωπικότητες: Μανώλης Μακρινός», 4ΤΡΟΧΟi.gr, 15 Οκτωβρίου 2010· πρόσβαση: 2021-11-18.
    ※  Βάζει τον μανδύα, ντύνεται «Mr. Fix it», ο «Κύριος Φτιάχνω». Δηλαδή νομίζει πως η γυναίκα τού πλασάρει το χαλασμένο συναίσθημά της, τον προβληματισμό της, του το βγάζει για να πάρει τα εργαλεία του (αυτά κρατούν ήδη από τη σπηλιά και φτάνουν έως τις μέρες μας), να κατσαβιδώσει, να φτιάξει τα γρανάζια και να λύσει αυτό το πράγμα […]
    Νικόλας Ουρανός, «Αποκωδικοποιώντας την επικοινωνία μέσα σε μια σχέση», * ANT1.com.cy, 27 Φεβρουαρίου 2020· πρόσβαση: 2021-11-18.
    ※  Εκείνη την εποχή είχα την τάση να κατσαβιδώνω ό,τι ηλεκτρονικό υπήρχε κι έτσι μου φάνηκε λογικό να σπουδάσω ηλεκτρολόγος/ηλεκτρονικός μηχανικός.
    Μιχάλης Ιωνάς (Olympic Air Virtual), Συνέντευξη στους Γιάννη Ευαγγελινό και Παναγιώτη Νάστο, FlightSimmer.gr· πρόσβαση: 2021-11-18.
  2. ισοδύναμο του μαχαιρώνω, αλλά με χρήση κατσαβιδιού: πλήττω με κατσαβίδι κάποιον
    ※  Ρε αν τον βρω θα τον κάνω να μετράει τα δόντια του από το πάτωμα. (Θα του δώσω πάρα πολύ ξύλο). Θα τον κατσαβιδώσω (μου ρχεται να τον μαχαιρώσω) με εκείνο το ωραίο το κατσαβίδι που πήραμε, το ωραίο το ματζαφλάρι (το ωραίο αντικείμενο) και τα ωραία τα γκαβλιτσέκια (τα δύο καλώδια που κρέμονται/ ηλεκτρολογικό κατσαβίδι μέτρησης ρεύματος/ είναι στην ειδικότητα των ηλεκτρολόγων)
    Φανή Στεφανίδου, Οι διαλεκτικές απεικονίσεις του θυμού μέσα από την διάλεκτο των νέων, i-Teacher, I.S.S.N.:1792-4146, 17ο Τεύχος, Ιούνιος 2019, σελ. 196 [1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]