κατσαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσαρίδα < ελληνιστική κοινή κανθαρίς < αρχαία ελληνική κάνθαρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσαρίδα θηλυκό
- (έντομο) το έντομο με σκληρό και γυαλιστερό δέρμα μαύρου ή σκούρου καφέ χρώματος, λεπτές κεραίες στο μέγεθος περίπου του σώματος, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα ή, ανάλογα με το είδος, πετά και ζει στις αποχετεύσεις, στα σπίτια και στις αυλές
- Μία κατσαρίδα που τρέχει ανάμεσα στα αναψυκτικά, ένα τυρί με «εσάνς» μούχλας και ανάλογο χρώμα, ένα κουτί γάλα με ημερομηνία λήξης δύο εβδομάδες πριν, παρότι αγοράστηκε μόλις χθες… Και το δίλημμα είναι: καταγγέλλω το κατάστημα απ' όπου έκανα την αγορά ή απλώς πετάω το ακατάλληλο προϊόν και δεν μπαίνω καν στη διαδικασία; (εφ. Ελευθεροτυπία, 11.08.2010)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γεμίζω / πιάνω κατσαρίδες: φράση που χρησιμοποιείται όταν απουσιάζει η καθαριότητα ή υπάρχει πολλή βρομιά σε ένα χώρο
- αποφάσισε να καθαρίσει, διότι θα έπιανε κατσαρίδες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κατσαρίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατσαρίδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)