κατσαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσαρίδα < κατθαρίδα < κανθαρίς, της κανθαρίδος < κάνθαρος (=σκαθάρι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσαρίδα θηλυκό
- (εντομολογία) έντομο με σκληρό και γυαλιστερό δέρμα μαύρου ή σκούρου καφέ χρώματος, λεπτές κεραίες στο μέγεθος περίπου του σώματος, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα ή, ανάλογα με το είδος, πετά και ζει στις αποχετεύσεις, στα σπίτια και στις αυλές
- την έπιασε υστερία, όταν είδε την κατσαρίδα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γεμίζω / πιάνω κατσαρίδες: φράση που χρησιμοποιείται όταν απουσιάζει η καθαριότητα ή υπάρχει πολλή βρωμιά σε ένα χώρο
- αποφάσισε να καθαρίσει, διότι θα έπιανε κατσαρίδες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κατσαρίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατσαρίδα