κατσικοπρόβατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κατσικοπρόβατα | ||
γενική | των | κατσικοπροβάτων | ||
αιτιατική | τα | κατσικοπρόβατα | ||
κλητική | κατσικοπρόβατα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσικοπρόβατα < κατσίκ(ια) + -ο- + πρόβατα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσικοπρόβατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (δημοτική) τα κατσίκια και τα πρόβατα συνολικά (ως ζώα των κτηνοτρόφων)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατσικοπρόβατα
|