κατσικοπόδαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατσικοπόδαρος η κατσικοπόδαρη το κατσικοπόδαρο
      γενική του κατσικοπόδαρου της κατσικοπόδαρης του κατσικοπόδαρου
    αιτιατική τον κατσικοπόδαρο την κατσικοπόδαρη το κατσικοπόδαρο
     κλητική κατσικοπόδαρε κατσικοπόδαρη κατσικοπόδαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατσικοπόδαροι οι κατσικοπόδαρες τα κατσικοπόδαρα
      γενική των κατσικοπόδαρων των κατσικοπόδαρων των κατσικοπόδαρων
    αιτιατική τους κατσικοπόδαρους τις κατσικοπόδαρες τα κατσικοπόδαρα
     κλητική κατσικοπόδαροι κατσικοπόδαρες κατσικοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατσικοπόδαρος < κατσίκ(α) + -ο- + -πόδαρος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατσικοπόδαρος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]