κατόπαρδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατόπαρδος οι κατόπαρδοι
      γενική του κατόπαρδου των κατόπαρδων
    αιτιατική τον κατόπαρδο τους κατόπαρδους
     κλητική κατόπαρδε κατόπαρδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατόπαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατόπαρδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατόπαρδος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατόπαρδος < κάτος (γάτος) κάτ(ος) + -ό- + πάρδος (< ελληνιστική λέξη, ἡ πάρδαλις)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατόπαρδος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

με το κάτος

με το πάρδος

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κατόπαρδος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά

Πηγές[επεξεργασία]