κατόπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατόπι < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατόπι

  1. άλλη μορφή του κατόπιν
  2. πίσω από

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • παίρνω στο κατόπι: ακολουθώ κάποιον, πηγαίνω από πίσω του όπου πάει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]