κατώγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατώγι | τα | κατώγια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατώγι | τα | κατώγια |
κλητική | κατώγι | κατώγια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατώγι < μεσαιωνική ελληνική κατώγι < κατώγαιον < (ελληνιστική κοινή) κατώγαιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατώγι ουδέτερο
Παροιμίες
[επεξεργασία]- Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια: που σχεδιάζει μεγαλεπίβολα, πραγματοποιεί όμως ελάχιστα ή καθόλου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατώγι
|