κατώτερος αξιωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατώτερος αξιωματικός < → δείτε τις λέξεις κατώτερος και αξιωματικός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κατώτερος αξιωματικός αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτική ιεραρχία) αξιωματικός με βαθμό ίσο ή κατώτερο του λοχαγού για το στρατό ξηράς (ή του αντίστοιχου για τους υπόλοιπους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και των σωμάτων ασφαλείας)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατώτερος αξιωματικός