καυλίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καυλίον < υποκοριστικό του καυλός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καυλίον ουδέτερο

  1. είδος θαλάσσιων φυκιών
  2. τμήμα κίονα