καυστικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]καυστικά
- με καυστικό τρόπο, με καυστικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καυστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καυστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καυστικός