καυτερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καυτερά < καυτερ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.fteˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐τε‐ρά
Επίρρημα[επεξεργασία]
καυτερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καυτερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καυτερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καυτερό, ουδέτερο του καυτερός