καυτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καυτός < αρχαία ελληνική καυστός
Επίθετο[επεξεργασία]
καυτός, -ή, -ό
- πάρα πολύ ζεστός
- καυτό νερό, καυτή σούπα
- ≈ συνώνυμα: ζεματιστός
- που έχει καυτερή γεύση
- καυτή πιπεριά
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ο οποίος είναι σεξουαλικά ελκυστικός
- καυτή γυναίκα, καυτός άντρας