καφασωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καφασωτός, -ή, -ό
- που έχει καφάσι, δηλαδή δικτυωτό πλέγμα από λεπτά μακρόστενα κομμάτια ξύλο
- (ουσιαστικοποιημένο) καφασωτό: παράθυρο με δικτυωτό ξύλινο πλέγμα