καφετής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | καφετής | καφετιά | καφετί |
γενική | (καφετιού), καφετή | καφετιάς | (καφετιού) |
αιτιατική | καφετή | καφετιά | καφετί |
κλητική | καφετή | καφετιά | καφετί |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | καφετιοί | καφετιές | καφετιά |
γενική | καφετιών | καφετιών | καφετιών |
αιτιατική | καφετιούς | καφετιές | καφετιά |
κλητική | καφετιοί | καφετιές | καφετιά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καφετής -ιά -ί
- που έχει περίπου καφέ χρώμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «καφετής» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.