καχεξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καχεξία | οι | καχεξίες |
γενική | της | καχεξίας | των | καχεξιών |
αιτιατική | την | καχεξία | τις | καχεξίες |
κλητική | καχεξία | καχεξίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καχεξία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καχεξία < αρχαία ελληνική κακός, καχ- + θέμα εξ- από το ρήμα ἔχω + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καχεξία θηλυκό
- κακή κατάσταση ενός οργανισμού, εξαιτίας ελλιπούς πρόσληψης τροφής ή για παθολογικούς λόγους
- (μεταφορικά) η γενικότερη κακή κατάσταση ενός πράγματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευεξία
- καχεκτικός
- καχεκτικότητα
- → δείτε τις λέξεις κακός και έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καχεξία
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κᾰχεξῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | καχεξίᾱ | αἱ | καχεξίαι | |
γενική | τῆς | καχεξίᾱς | τῶν | καχεξιῶν | |
δοτική | τῇ | καχεξίᾳ | ταῖς | καχεξίαις | |
αιτιατική | τὴν | καχεξίᾱν | τὰς | καχεξίᾱς | |
κλητική ὦ! | καχεξίᾱ | καχεξίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καχεξίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | καχεξίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καχεξία θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- καχεξία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καχεξία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καχ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καχ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)