καχεξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καχεξία | οι | καχεξίες |
γενική | της | καχεξίας | των | καχεξιών |
αιτιατική | την | καχεξία | τις | καχεξίες |
κλητική | καχεξία | καχεξίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καχεξία < αρχαία ελληνική καχεξία < κακός + ἕξις < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καχεξία θηλυκό
- κακή κατάσταση ενός οργανισμού, εξαιτίας ελλιπούς πρόσληψης τροφής ή για παθολογικούς λόγους
- (μεταφορικά) η γενικότερη κακή κατάσταση ενός πράγματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- καχεκτικός
- καχεκτικότητα
- → δείτε τις λέξεις κακός και έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καχεξία