- καχλάζω < ίσως ηχο μιμητικά ίσως από το χλάδω ή από τη μετοχή του χλάδω, την κεχλαδώς
καχλάζω (και κοχλάζω και καχλαίνω)
- παφλάζω, κάνω ήχο παρόμοιο με τον παφλασμό των κυμάτων
- ἅσυχα καχλάζοντος αἰγιαλοῖο
- κάνω αφρό, φουσκαλιάζω, βράζω, δημιουργώ φυσαλίδες
- κῦμα... πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον : το αφρισμένο κύμα
- κοχλάζω