καϊμάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καϊμάκι | τα | καϊμάκια |
γενική | του | καϊμακιού | των | καϊμακιών |
αιτιατική | το | καϊμάκι | τα | καϊμάκια |
κλητική | καϊμάκι | καϊμάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καϊμάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaymak
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καϊμάκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος όταν βράσει
- (γαστρονομία) αφρώδες και πυκνό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του ελληνικού καφέ όταν βράσει
- (γαστρονομία) είδος παγωτού
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
για το γάλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καϊμάκι στη Βικιπαίδεια