καϊμακάμης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καϊμακάμης αρσενικό
- τίτλος ανώτερου αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Τουρκία που διοικεί μια επαρχία ως αντιπρόσωπος του σουλτάνου ή της κεντρικής διοίκησης αντιστοίχως
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καϊμακάμης
|