Μετάβαση στο περιεχόμενο

καϊμακλής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καϊμακλής οι καϊμακλήδες
      γενική του καϊμακλή των καϊμακλήδων
    αιτιατική τον καϊμακλή τους καϊμακλήδες
     κλητική καϊμακλή καϊμακλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καϊμακλής < καϊμάκ(ι) + -λής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καϊμακλής αρσενικό

  • με καϊμάκι (αναφέρεται σε καφέ)
      Οί δυό φίλοι δήλωσαν πώς κι έκείνοι σεκερλή καϊμακλή τόν πίνουν καί θάρρεψαν πώς τέλειωσαν τά βάσανά τους (Μ. Καραγάτσης, Σέργιος και Βάκχος, Βιβλ. της Εστίας, 1982)
      Τι φύση! αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
    κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
    και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές

    (Γεώργιος Σουρής, Ο Ρωμιός)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]