καῦμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καῦμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καῦμα ουδέτερο
- μεγάλη, υπερβολική ζέστη
- σημάδι ιδιοκτησίας στο δέρμα ανθρώπου ή ζώου, που έγινε με καυτηριασμό