καῦχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καύχος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

καῦχος < καυχ- + -ος (ουδέτερο) < καυχῶμαι / καυχοῦμαι (καυχιέμαι)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καύχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καῦχος ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

καῦχος < ὁ καῦκος (στη σημασία: εραστής) με τροπή [k] > [x] < ἡ καῦκα < καυκοῦμαι / καυχοῦμαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καῦχος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]