κβάντωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κβάντωση οι κβαντώσεις
      γενική της κβάντωσης των κβαντώσεων
    αιτιατική την κβάντωση τις κβαντώσεις
     κλητική κβάντωση κβαντώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κβάντωση < απόδοση για την αγγλική quantization < λατινικά quantum + -ωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkvan.do.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κβά‐ντω‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κβάντωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]