κβαντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κβαντικός η κβαντική το κβαντικό
      γενική του κβαντικού της κβαντικής του κβαντικού
    αιτιατική τον κβαντικό την κβαντική το κβαντικό
     κλητική κβαντικέ κβαντική κβαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κβαντικοί οι κβαντικές τα κβαντικά
      γενική των κβαντικών των κβαντικών των κβαντικών
    αιτιατική τους κβαντικούς τις κβαντικές τα κβαντικά
     κλητική κβαντικοί κβαντικές κβαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κβαντικός < κβάντο + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κβαντικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]