κβαντοδυφιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κβαντοδυφιακός < κβαντοδυφίο
Επίθετο[επεξεργασία]
κβαντοδυφιακός
- που έχει σχέση με κβαντοδυφίο ή κβαντοδυφία, που αφορά κβαντοδυφίο ή κβαντοδυφία
Επίρρημα: κβαντοδυφιακά