κείνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | κείνος | κείνη | κείνο | |||
γενική | κείνου | κείνης | κείνου | |||
αιτιατική | κείνο | κείνη | κείνο | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | κείνοι | κείνες | κείνα | |||
γενική | κείνων | κείνων | κείνων | |||
αιτιατική | κείνους | κείνες | κείνα | |||
κλητική | — | — | — | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κείνος < εκείνος με αποβολή του αρχικού φωνήεντος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κεί‐νος
- τονικά παρώνυμα: κοινός, κοινώς, κυνός
Αντωνυμία
[επεξεργασία]κείνος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κείνος
→ δείτε τη λέξη εκείνος |