κειμενογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κειμενογραφία οι κειμενογραφίες
      γενική της κειμενογραφίας των κειμενογραφιών
    αιτιατική την κειμενογραφία τις κειμενογραφίες
     κλητική κειμενογραφία κειμενογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κειμενογραφία < κείμεν(ο) + -ο- + -γραφία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.me.no.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κει‐με‐νο‐γρα‐φί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κειμενογραφία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr