κεκανονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεκανονισμένος < λόγια παθητική μετοχή του ρήματος κανονίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]κεκανονισμένος, -η, -ο
- που έχει οριστεί σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν
- στρατιωτικό άγημα απέδωσε τις κεκανονισμένες τιμές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κεκανονισμένα (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεκανονισμένος
|