κεκοιμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκοιμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκοιμημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκοιμημένος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει πεθάνει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τεθνεώς
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκοιμημένος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκοιμημένος, -η, -ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κοιμάω / κοιμῶ
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)