κεκρύφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεκρύφαλος οι κεκρύφαλοι
      γενική του κεκρύφαλου
κεκρυφάλου
των κεκρύφαλων
κεκρυφάλων
    αιτιατική τον κεκρύφαλο τους κεκρύφαλους
κεκρυφάλους
     κλητική κεκρύφαλε κεκρύφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεκρύφαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκρύφαλος < προελληνική [1] [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεκρύφαλος αρσενικό

  1. (ιστορία, ενδυμασία) (στην αρχαία Ελλάδα) γυναικείος κεφαλόδεσμος με δικτυωτό πλέγμα
  2. (ζωολογία) η δεύτερη στομαχική κοιλότητα των μηρυκαστικών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κεκρυφᾰλο-
ονομαστική κεκρύφαλος οἱ κεκρύφαλοι
      γενική τοῦ κεκρυφάλου τῶν κεκρυφάλων
      δοτική τῷ κεκρυφάλ τοῖς κεκρυφάλοις
    αιτιατική τὸν κεκρύφαλον τοὺς κεκρυφάλους
     κλητική ! κεκρύφαλε κεκρύφαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεκρυφάλω
γεν-δοτ τοῖν  κεκρυφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεκρύφαλος < προελληνική [1] [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεκρύφαλος αρσενικό

  1. (ενδυμασία) (στην αρχαία Ελλάδα) γυναικείος κεφαλόδεσμος με δικτυωτό πλέγμα
  2. (ζωολογία) η δεύτερη στομαχική κοιλότητα των μηρυκαστικών
  3. τμήμα κυνηγετικού διχτυού
  4. τμήμα από το χαλινάρι αλόγων

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. 2,0 2,1 «αγνώστου ετύμου, πιθανό δάνειο ασιατικής προέλευσης, κατʼ επίδραση των λέξεων κρύπτω, κρυφός.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]