κεκρύφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεκρύφαλος | οι | κεκρύφαλοι |
γενική | του | κεκρύφαλου & κεκρυφάλου |
των | κεκρύφαλων & κεκρυφάλων |
αιτιατική | τον | κεκρύφαλο | τους | κεκρύφαλους & κεκρυφάλους |
κλητική | κεκρύφαλε | κεκρύφαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκρύφαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκρύφαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεκρύφαλος αρσενικό
- (ιστορία, ενδυμασία) δικτυωτός κεφαλόδεσμος που φορούσαν οι γυναίκες στα αρχαία χρόνια στην Ελλάδα
- (ζωολογία) το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκρύφαλος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «κεκρύφαλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κεκρυφᾰλο- | |||||
ονομαστική | ὁ | κεκρύφαλος | οἱ | κεκρύφαλοι | |
γενική | τοῦ | κεκρυφάλου | τῶν | κεκρυφάλων | |
δοτική | τῷ | κεκρυφάλῳ | τοῖς | κεκρυφάλοις | |
αιτιατική | τὸν | κεκρύφαλον | τοὺς | κεκρυφάλους | |
κλητική ὦ! | κεκρύφαλε | κεκρύφαλοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεκρυφάλω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κεκρυφάλοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκρύφαλος < τεχνικός όρος, πιθανόν ασιαστικής αρχής. Παρασύνδεση με τo κρυπτός, κρύπτω.[1]
- Κατά τον Beekes,[2] προελληνικής αρχής.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεκρύφαλος αρσενικό
- (ενδυμασία & ζωολογία) o κεκρύφαλος
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Πηγές[επεξεργασία]
- «κεκρύφαλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κεκρύφαλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)