κελάδημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κελάδημα < αρχαία ελληνική κελάδημα < αρχαία ελληνική κελαδέω/κελαδῶ < κέλαδος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ceˈla.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐λά‐δη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κελάδημα ουδέτερο
- άλλη μορφή του κελάηδημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κελάδημα
|