κελάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κελάρης | οι | κελάρηδες |
γενική | του | κελάρη | των | κελάρηδων |
αιτιατική | τον | κελάρη | τους | κελάρηδες |
κλητική | κελάρη | κελάρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κελάρης[1] < μεσαιωνική ελληνική κελάρης / κελλάρης < κελλάριν < ελληνιστική κοινή κελλάριον < υστερολατινική cellarium < λατινική cella
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κελάρης αρσενικό (θηλυκό: κελάρισσα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ↑ Η γραφή με ένα λ κατά ορθογραφική απλοποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κελάρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)