κελέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κελέκι τα κελέκια
      γενική του κελεκιού των κελεκιών
    αιτιατική το κελέκι τα κελέκια
     κλητική κελέκι κελέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κελέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kelek + < περσική کالك (kālak), کالک (kalek) < کال (kāl, άγουρο φρούτο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κελέκι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, φρούτο) (άγουρο) πεπόνι
    ※  Φωτεινές / καθαρές / με τις σταγόνες τα μάτια μας / μέσα σ’ έναν ωκεανό αν δεν έσμιγε ίσως, / κάθε μόριο / σκορπούσε σε άλλο μέρος, / σμίγοντας τα ντιναμό και τις τουρμπίνες, / τ' ατσαλένια βουνά μας το νερό σαν ένα κούφιο κελέκι / δε θα μπορούσαμε να στριφογυρίσουμε. (* Ναζίμ Χικμέτ, Τα μάτια μας. Μετάφραση: Στέλιος Μαγιόπουλος, 1997])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]