κελίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κελίον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κελίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κελίον ουδέτερο

  1. ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα
  2. κελί μοναχού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κελίον < κέλλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίον. Η λέξη από τον 4ο αιώνα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κελίον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]