κελευστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κελευστής < κελεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κελευστής αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, με βαθμό αμέσως ανώτερο από τον δίοπο και αντίστοιχο με αυτόν του λοχία στον στρατό ξηράς
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κελευστής