κελευστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κελευστής οι κελευστές
      γενική του κελευστή των κελευστών
    αιτιατική τον κελευστή τους κελευστές
     κλητική κελευστή κελευστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κελευστής < κελεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κελευστής αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]