κελλάρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κελλάρης < μεσαιωνική ελληνική κελλάρης/κελάρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κελλάρης αρσενικό (θηλυκό: κελλάρισσα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κελλάρης
|