κελυφωτός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]κελυφωτός, -ή, -ό
- (βοτανική, για καρπούς) που έχει κέλυφος
- (οικοδομική, για κτίσματα) που έχει κέλυφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κελυφωτός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- κελυφωτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)