κεντιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /cen.di.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
κεντιστικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με το κέντημα
- ↪ κεντιστική μηχανή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντιστικός
|