κεντρική μνήμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεντρική μνήμη < → δείτε τις λέξεις κεντρικός και μνήμη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική main memory
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κεντρική μνήμη
- (υλικό υπολογιστή) main memory: υψηλής ταχύτητας (αποθήκευσης και ανάκτησης δεδομένων), προσωρινή μνήμη τυχαίας προσπέλασης, η οποία επικοινωνεί άμεσα με τον κεντρικό επεξεργαστή και στην οποία είναι αποθηκευμένα τα προγράμματα και τα δεδομένα όσο επεξεργάζονται από τον επεξεργαστή[1]
- Δεν πρέπει να συγχέεται με την κρυφή μνήμη (cache memory)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντρική μνήμη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ιεραρχία Μνήμης, σελ. 3, Ανάκτηση 06/10/2019