κεντρικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεντρικοποιημένος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική centralized
Μετοχή[επεξεργασία]
κεντρικοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κεντρικοποιώ: που έχει τεθεί υπό τον έλεγχο κάποιας κεντρικής αρχής
- ↪ Στο τραπεζικό σύστημα ο όρος κεντρικοποιημένος / κεντρικός», αναφέρεται στην ύπαρξη ενός μεσάζοντα ή τρίτου μέρους για τη διεκπεραίωση των συναλλαγών, όπως είναι μία τράπεζα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντρικοποιημένος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)