κεντρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντρόω < κέντρον

Ρήμα[επεξεργασία]

κεντρόω (& συνηρημένο κεντρῶ)

  1. έχω κεντρί, είμαι εξοπλισμένος με κεντρί
  2. χτυπώ/τσιμπώ κάποιον με το κεντρί
  3. (μεταφορικά) παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι