κενό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κενό | τα | κενά |
γενική | του | κενού | των | κενών |
αιτιατική | το | κενό | τα | κενά |
κλητική | κενό | κενά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κενός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κενό ουδέτερο
- (φυσική) χώρος χωρίς ύλη
- το άδειο κομμάτι ενός χώρου
- (μεταφορικά) χρονικό διάστημα χωρίς κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση
- (στο σχολείο) μια διδακτική ώρα χωρίς μάθημα
- έλειπε ο φιλόλογος και τα παιδιά έκαναν κενό
- ένα χάσμα που διακόπτει τη συνέχεια μιας επιφάνειας
- κάποιο διάστημα χωρίς να εμπεριέχει ή να συμβαίνει εντός του κάτι
- (μεταφορικά) η απουσία ενός πράγματος
- (θεωρία συνόλων) το σύνολο που δεν περιέχει στοιχεία
- σύμβολα: ∅, { }
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κενό εξουσίας: η απουσία μιας νόμιμης κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε μεσοδιαστήματα
- νιώθω μέσα μου ένα κενό: δηλώνει ή απουσία συναισθημάτων και στόχων ή ότι μου λείπουν πολύ κάποια πράγματα ή πρόσωπα
- είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό: ήταν αφηρημένος ή σκεφτόταν έντονα κάτι και δεν κοιτούσε κάτι συγκεκριμένο
- οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό: δηλώνει αποτυχία, έλλειψη ανταπόκρισης των άλλων στις προσπάθειές του
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κενό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κενό