κενόδοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κενόδοξος < (ελληνιστική κοινή) < κενός + δόξα
Επίθετο
[επεξεργασία]κενόδοξος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κενόδοξος
|